- δασίλα
- η [δάσος]η μυρωδιά τού δάσους ή από τα φύλλα και τα άνθη την άνοιξη ή από τα σάπια φύλλα τον χειμώνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δασίλα — η η μυρωδιά που αναδύει στο δάσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… … Dictionary of Greek